- ἀοιδαί
- ἀοιδήsongfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀοιδαί — Ἀοιδή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀοιδᾶι — Ἀοιδᾷ , Ἀοιδή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀοιδᾶι — ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres subj mp 2nd sg ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres subj act 3rd sg ἀοιδᾷ , ἀοιδάω pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀοιδᾷ , ἀοιδή song fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαοίδια — και Καλαβοίδια, τὰ (Α) 1. εορτή τής Αρτέμιδος στη Λακωνική 2. (κατά τον Ησύχ.) «Καλαβοίδια ἐν τῷ τῆς Δερεάτιδος ἱερῷ Ἀρτέμιδος ᾀδόμενοι ὕμνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από τη φρ. καλαί ἀοιδαί «ωραία άσματα» + κατάλ. ια,… … Dictionary of Greek
εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… … Dictionary of Greek
παιάνις — παιᾱνις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε παιάνα ή που μοιάζει με παιάνα («παιάνιδες ἀοιδαί», Πινδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. νεᾶν ις)] … Dictionary of Greek